- μήκοτε
- μήκοτεindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήκοτ' — μήκοτε , μήκοτε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήποτε — (ΑΜ μήποτε, Α και μή ποτε και ιων. τ. μήκοτε, Μ και μήποτες) 1. (ως επίρρ. με απαγορευτική σημ.) με κανέναν τρόπο, για κανέναν λόγο («ὡς Ζεὺς μήποτ ἄρξειεν θεῶν», Αισχύλ.) 2. (ως σύνδ. με ερωτηματική σημ.) μήπως («αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν...… … Dictionary of Greek